χούλιγκαν

χούλιγκαν
ο
(λ. αγγλ.), άκλ., νεαρό συνήθως άτομο που μέσα από οργανωμένες ομάδες προκαλεί βιαιότητες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χούλιγκαν — ο, Ν άκλ. 1. άτομο με προκλητική και βίαιη αντικοινωνική στάση και συμπεριφορά, ιδίως στα πλαίσια αθλητικών συναντήσεων 2. (κατ επέκτ.) αλήτης, ταραξίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. hooligan, πιθ. από το όνομα Hooligan, ενός Ιρλανδού] …   Dictionary of Greek

  • χουλιγκανισμός — ο, Ν η βίαιη και προκλητική στάση και συμπεριφορά τών χούλιγκαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. hooliganism < hooligan (βλ. χούλιγκαν) + κατάλ. ism (βλ. ισμός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”